ΠΟΛΗ Το πρωί εκείνο τον ξύπνησε η σιωπή. Ο Μαρκοβάλντο σηκώθηκε από το κρεβάτι του νιώθοντας κάτι παράξενο στον αέρα. Δεν καταλάβαινε τι ώρα ήταν. Το φως που περνούσε από τις περσίδες των παραθυρόφυλλων ήταν εντελώς διαφορετικό από οποιαδήποτε άλλη ώρα της ημέρας ή της νύχτας. Άνοιξε το παράθυρο. Η πόλη είχε χαθεί, είχε αντικατασταθεί από ένα λευκό χαρτί. Ζαρώνοντας τα μάτια, διέκρινε μες στην ασπράδα μερικές αχνές γραμμές στη θέση της εικόνας που συνήθως έβλεπε. Τα παράθυρα, οι στέγες και οι κολόνες του δρόμου ήταν εκεί, αλλά είχαν σκεπαστεί από το χιόνι που είχε πέσει τη νύχτα. [...] Πήγε στη δουλειά με τα πόδια. Τα τραμ είχαν ακινητοποιηθεί εξαιτίας του χιονιού. Καθώς περπατούσε και άνοιγε ο ίδιος τον δρόμο του, ένιωθε πιο ελεύθερος παρά ποτέ. Στους δρόμους της πόλης δεν υπήρχε πια διαφορά ανάμεσα στο πεζοδρόμιο και στο οδόστρωμα. Τα αυτοκίνητα δεν μπορούσαν να περάσουν. Ο Μαρκοβάλντο, παρόλο που σε κάθε του βήμα βούλιαζε στο χιόνι ως τα μισά της γάμπας και το ένιωθε...